ἐπιδερμίδας

ἐπιδερμίδας
ἐπιδερμίς
outer skin
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… …   Dictionary of Greek

  • αναδύματα — Προεκτάσεις της επιδερμίδας των φυτών. Σχηματίζονται από την επιδερμίδα και από τις εσωτερικές κυτταρικές στιβάδες. Α. είναι τα αγκάθια των φυτών, όπως εκείνα της τριανταφυλλιάς ή και τα άγκιστρα όπως εκείνα του λυκίσκου. * * * τα Βοτ. προεκβολές …   Dictionary of Greek

  • δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… …   Dictionary of Greek

  • κερατοδερμία — Δερματική πάθηση που χαρακτηρίζεται από πάχυνση της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας και προσβάλλει συχνότερα τα χέρια και τα πόδια. Υπάρχουν δύο μορφές κ.: η ιδιοπαθής και η δευτεροπαθής. Η πρώτη, γνωστή και ως νόσος του Μελέντα, είναι… …   Dictionary of Greek

  • κερατοειδής — ές (ΑΜ κερατοειδής, ές) 1. αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που μοιάζει με το κέρατο ως προς το σχήμα («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης») 2. φρ. ανατ. «κερατοειδής χιτώνας» ή «κερατοειδής υμένας» ο εμπρόσθιος εξώτατος… …   Dictionary of Greek

  • τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …   Dictionary of Greek

  • άχροια — η (Α ἄχροια) 1. έλλειψη ή απουσία χρώματος 2. απώλεια του χρώματος, ξεθώριασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χροιά < χρως ( ωτός) «επιδερμίδα, χρώμα επιδερμίδας, χρώμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”